Οι βόλτες της Τζούλιας
Η Τζούλια μπορεί να μην είχε πολύ χρόνο για τον εαυτό της, αλλά όταν τον έβρισκε τον περνούσε στο σούπερ μάρκετ. Έκανε βόλτες στους διαδρόμους, βρίσκοντας πάντα να πάρει κάτι για το σπίτι. Αυτό της έδινε την ευκαιρία για λίγο περπάτημα και να μην είναι συνέχεια σπίτι. Από όσο ήξερε η Τζούλια, κανείς δε φαινόταν να της έδινε σημασία. Σύντομα, θα ανακάλυπτε πόσο λάθος σκεφτόταν. Δεν ήξερε ότι ο διευθυντής του σούπερ μάρκετ την παρακολουθούσε από κοντά. Ο διευθυντής δεν μπορούσε να σκεφτεί, αλλά ένιωθε ότι κάτι δεν πάει καλά με την Τζούλια. Ήξερε ότι θα μπορούσε να είναι απλά μια ενοχλητική πελάτης που επέστρεφε συνέχεια να πάρει κάτι μικρό, αλλά του φάνηκε κάπως περίεργο. Περνούσε πολλές ώρες περιπλανώμενη στους διαδρόμους, εξετάζοντας κάθε ράφι, αλλά δεν αγόραζε σχεδόν τίποτα. Όσο κι αν την παρακολουθούσε, δεν έβρισε λόγο για να τη διώξει από το κατάστημα. Δεν είχε ενοχλήσει κανέναν, όμως ενοχλούσε εκείνον. Είχε βαρεθεί τον αργό περπάτημα της και μετά από πολύ σκέψη να έπαιρνε μόνο ένα προϊόν.
Σχεδιάζοντας κάτι μεγάλο
Ο διευθυντής είχε τόση εμμονή με την Τζούλια που ήθελε να την ξεφορτωθεί οριστικά. Νόμιμα ή παράνομα. Δεν τον ένοιαζε. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να διώξει κάποιον από το κατάστημα χωρίς λόγο. Αν μπορούσε να την πιάσει να κλέβει όμως, θα είχε έναν καλό λόγο. Φυσικά, η Τζούλια δεν είχε κλέψει ποτέ και τίποτα από το κατάστημα, οπότε ο διευθυντής έπρεπε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Αποφάσισε την επόμενη φορά να την πλησιάσει. Περίμενε μερικές μέρες, αλλά η κυρία δεν έκανε την εμφάνιση της. Μετά από μερικές μέρες πίστεψε ότι η Τζούλια κατάλαβε πόσο πολύ ήθελε να φύγει και για αυτό δεν επέστρεψε ποτέ. Αλλά την ίδια μέρα το απόγευμα, την είδε να περνάει την πόρτα και αποφάσισε πώς ήρθε η ώρα να την ξεφορτωθεί μια για πάντα.