Μια φτωχή οικογένεια
Η Άννα γεννήθηκε σε μια φτωχή οικογένεια. Η πόλη ήταν φιλική, αλλά η ποιότητα ζωής εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική κατάσταση του καθένα. Με τους γονείς της να είναι φτωχοί, ακόμη πολύ καιρό πριν γεννηθεί, η έλευση της Άννας στην οικογένεια δε βοήθησε την ήδη άσχημη οικονομική κατάσταση με τις συνέπειες να είναι ακόμα πιο κακές πέρα από την έλλειψη χρημάτων. Η γέννηση της Άννας φαινόταν να αλλάζει τη σχέση της μητέρας της με του πατέρα. Ενώ ο πατέρας της Άννας, ο Τζον, φαινόταν να ήθελε να δώσει στην κόρη του τη καλύτερη ζωή που θα μπορούσε να είχε, δουλεύοντας από το πρωί μέχρι το βράδυ και περνώντας τον λίγο ελεύθερο χρόνο μαζί της, η μητέρα της Άννας, η Ντόροθι, είχε μια διαφορετική προσέγγιση στο θέμα. Ο Τζον μισούσε τον τρόπο που συμπεριφερόταν η γυναίκα του στην κόρη του. Την αγαπούσε πάρα πολύ, δεν ήθελε να τη χάσει, αλλά ένιωθε αβοήθητος. Ήλπιζε ότι ήταν κάτι προσωρινό και η συμπεριφορά της γυναίκας του θα αλλάξει στο μέλλον. Αλλά, σύντομα θα καταλάβαινε ότι αυτό δε θα γίνει ποτέ.
Η Ντόροθι τους εγκατέλειψε
Ένα πρωινό ο Τζον ξύπνησε και παρατήρησε ότι η Ντόροθι έλειπε από το κρεβάτι. Αυτό ήταν κάτι που δεν το συνήθιζε. Άρχισε να ψάχνει στο σπίτι και μάλιστα ξύπνησε τη μικρή Άννα. Στο σπίτι όλα ήταν στη θέση τους, αλλά η Ντόροθι δεν υπήρχε πουθενά. Αφού έψαξαν το σπίτι, ο Τζον και η Άννα (που ήταν περίπου 8 χρονών τότε) βγήκαν έξω στη γειτονιά ρωτώντας τους κατοίκους αν έχουν δει την Ντόροθι να φεύγει από το σπίτι εκείνο το βράδυ. Ήταν τυχεροί, καθώς ένας γείτονας που έμενε απέναντι έφτασε στο σπίτι του αργά το βράδυ κατά τις 1:00 π.μ. Ο γείτονας τους είπε ότι είχε δει την Ντόροθι να φεύγει από το σπίτι περίπου στις 1:30. Περίμενε στο πεζοδρόμιο και μετά από δέκα λεπτά εμφανίστηκε ένα πολυτελές αμάξι. Ο οδηγός βγήκε από το αυτοκίνητο και άνοιξε την πόρτα. Η Ντόροθι έσκυψε και μπήκε μέσα. Μετά από αυτό, έφυγαν.